- λατινόφρων
- (-όνος), ων, ον исповедующий католическую веру
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λατινόφρων — ον (Μ λατινόφρων, ον) αυτός που ασπάζεται τα δόγματα τής Δυτικής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατῖνος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. κακό φρων, κοινό φρων] … Dictionary of Greek
λατινοφρονώ — (Μ λατινοφρονῶ, έω) [λατινόφρων] ασπάζομαι τα δόγματα τής Δυτικής Εκκλησίας … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek